Εὐεργετῶν

Εὐεργετῶν
Εὐεργέτης
benefactor
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὐεργετῶν — εὐεργέτης benefactor masc gen pl εὐεργετέω to be a benefactor pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τοσίτσας — Επώνυμο εθνικών ευεργετών από το Μέτσοβο της Ηπείρου. Αναφέρονται και με το επώνυμο Τοσίτζας. 1. Μιχαήλ (1787 – 1856). Σε ηλικία 10 χρόνων εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ο πατέρας του είχε κατάστημα επεξεργασίας γουναρικών. Εκεί, φοιτούσε σε …   Dictionary of Greek

  • благотворити — БЛАГОТВОР|ИТИ (11*), Ю, ИТЬ гл. Делать добро, благодетельствовать: велика бо сила мл(с)тни. не тъкмо въ семь вѣцѣ бл҃готворить. нъ и въ боудоущии вѣкъ варѩѥмъ ѥю видѣти личе б҃иѥ. ПрЛ XIII, 61в; ѡбратисѩ къ б҃оу... пока˫ань˫а жьдеть. первѣѥ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • MYLASA — urbs Cariae, a Mylaso Chrysaoris filio; hinc Mylasaeus. Steph. Item liberum Cariae oppidum, a Mylaso Aeoli abnepote. Plin. l. 5. c. 29. Ferrario Mylasa, vulgo Messi, urbs est Cariae, ad oram, a Mileto 30. Pass. in Austrum Bargyliam versus: vel… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • εκτενής — ες (AM ἐκτενής, ές) αυτός που απλώνεται σε έκταση, εκτεταμένος («εκτενής αγρός, οδός, μελέτη, λόγος, συζήτηση») αρχ. 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή τάση να εκτείνεται προς άλλους ή άλλα, και επομ. μεταδοτικός, βοηθητικός, φιλικός 2. (για πρόσ.) …   Dictionary of Greek

  • ευεργετώ — έω (ΑΜ εὐεργετῶ) [ευεργέτης] 1. κάνω κάποια καλή και ωφέλιμη πράξη σε κάποιον («εὐεργετῶν γὰρ καὐτὸς αὔτ ἐκτησάμην», Σοφ.) 2. προσφέρω με έργα υπηρεσία σε ομάδα ανθρώπων («ευεργέτησε την πατρίδα») νεοελλ. παρέχω χρηματική βοήθεια μσν. χαρίζω,… …   Dictionary of Greek

  • ζαρίφης — Επώνυμο εθνικών ευεργετών και αγωνιστών. 1. Αθανάσιος. Αγωνιστής του 1821, από τη Λιβαδειά. Δραστήριος Φιλικός, όταν άρχισε η προπαρασκευή του Αγώνα, εργάστηκε με εξαιρετικό ζήλο και μεγάλη δραστηριότητα. Στη Βοιωτία μύησε πολλούς στο έργο της… …   Dictionary of Greek

  • προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”